-
1 элеватор
1. с.-х. о σιρός, η σιταποθήκη, το σιλό (ξεν.) 2. тех. ο αναβατήρας, ο ανελκυστήρας, ο ανυψωτήρας 3. (хирургический инструмент) ο ανυψωτήρας (стоматологический инструмент) το εργαλείο ανύψωσης των ιστών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элеватор